- χολή
- Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους πόρους που βρίσκονται ανάμεσα στα λοβία και συρρέουν όλο και σε μεγαλύτερους αγωγούς μέχρι που εκβάλλουν σε ένα και μόνο αγωγό για κάθε ηπατικό λοβό. Από την ένωση των δύο ηπατικών πόρων σχηματίζεται ο κοινός ηπατικός πόρος· αυτός, αφού δεχτεί τον κυστικό πόρο, που προέρχεται από τη χοληδόχο κύστη, συνεχίζεται στον χοληδόχο πόρο, που καταλήγει στο δεύτερο τμήμα του δωδεκαδακτύλου, όπου και εκχέεται η χ. Η χοληδόχος κύστη και οι πόροι απαγωγής της χ., που περιγράφηκαν εδώ, αποτελούν τις χοληφόρους οδούς· η μελέτη της ανατομικής και της λειτουργίας τους είναι δυνατή και στον ζώντα με τη χολαγγειογραφία, που εκμεταλλεύεται την ακτινοσκιερότητα ενός μέσου αντίθεσης, που αποβάλλεται με τη χ. Οι σπουδαιότερες παθήσεις των χοληφόρων οδών είναι λειτουργικής και λοιμώδους φύσης· στις πρώτες δημιουργούνται σπασμοί των χοληφόρων οδών σε διάφορα σημεία, που έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ροής της χ. και εξαιτίας αυτού προκαλούνται πεπτικά ενοχλήματα και βλάβες στο ήπαρ, ενώ οι λοιμώξεις, που συνοδεύονται συχνά από χολολιθίαση, διακρίνονται ανάλογα με το αν υπερέχει η προσβολή των μεγαλύτερων (εξωηπατικών) ή των μικρότερων (ενδοηπατικών).
Η χ. είναι υγρό πικρό, ροώδες, κιτρινοκαφέ, που παράγεται διαρκώς από το ήπαρ σε συνολική ποσότητα 800-1.000 κ. εκ. ανά 24ωρο· αποτελείται από νερό (84-96%), χρωστικές και βλεννίνη (4,4-0,4%), από χολικά άλατα (8,7-1,8%) και από λιπαρά οξέα, σάπωνες, χοληστερίνη, λεκιθίνη και ανόργανα άλατα. Οι χρωστικές της χ., στις οποίες και οφείλεται το χρώμα της, αποτελούνται κυρίως από χολερυθρίνη και, σε μικρή αναλογία, από χολοπρασίνη.
Η χολερυθρίνη παράγεται στα κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος από την αποικοδόμηση της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων· κυκλοφορεί στο αίμα συνδεδεμένη με κάποιο λεύκωμα και έτσι μεταφέρεται στο ήπαρ· εκεί συνδέεται με γλυκουρονικά άλατα και μεταφέρεται στη χοληδόχο κύστη, από όπου εκκρίνεται στο έντερο στο οποίο μετατρέπεται, από τα βακτηρίδια του εντέρου, σε ουροχολινογόνο ουσία δίχως χρώμα, από την οποία προέρχεται η ουροχολίνη, η οποία, αντίθετα, δίνει το χαρακτηριστικό χρώμα στα κόπρανα. Ένα μέρος του ουροχολινογόνου επαναρροφάται και επιστρέφει στο ήπαρ για να αποβληθεί πάλι με τη χ. ή, σε μικρές ποσότητες, με τα ούρα· αυτή η αποβολή μέσω του νεφρού αυξάνεται σημαντικά σε περιπτώσεις βλάβης του ήπατος και αιμολυτικής νόσου. Η χολερυθρίνη επίσης από τη χ. (άμεσος χολερυθρίνη) μπορεί να περάσει στα ούρα σε σημαντική ποσότητα (χολερυθρινουρία) σε περιπτώσεις βαριάς βλάβης του ήπατος ή στάσης της χ.Η χολερυθρίνη μπορεί να καθιζάνει με μορφή άλατος του ασβεστίου και να σχηματίζει έτσι τους γνωστούς χολόλιθους· αυτό μπορεί να συμβεί ύστερα από υπερβολική συμπύκνωσή της στη χοληδόχο κύστη ή σε φλεγμονώδεις διεργασίες των χοληφόρων οδών ή από άλλα αίτια, που δεν είναι πλήρως γνωστά.
Όταν παρεμποδίζεται η ροή της χ. προς το έντερο (π.χ. εξαιτίας παρουσίας λίθων) ή όταν υπάρχει υπερπαραγωγή χολερυθρίνης (συνεπεία μαζικής καταστροφής ερυθροκυττάρων), το περιεχόμενο του αίματος σε χολερυθρίνη αυξάνει σημαντικά προκαλώντας ίκτερο, δηλαδή κίτρινη απόχρωση του δέρματος, του σκληρού χιτώνα του οφθαλμού και των βλεννογόνων.
Τα χολικά άλατα αντιπροσωπεύονται από γλυκοχολικό και ταυροχολικό νάτριο, στα οποία οφείλεται η πικρή γεύση της χ.: τα άλατα αυτά έχουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της πέψης καθόσον προκαλούν τη γαλακτωματοποίηση των λιπών και διευκολύνουν έτσι την απορρόφηση των λιπών και των λιποδιαλυτών βιταμινών (βιταμίνες A, D, Ε, K.). Πραγματικά, σε περιπτώσεις απόφραξης του χοληδόχου πόρου, το 20-60% του λίπους των τροφών περνά στα κόπρανα αχρησιμοποίητο. Εκτός αυτών, τα χολικά άλατα ενεργοποιούν τις κινήσεις του εντέρου και διεγείρουν το ήπαρ να παράγει χολή.
XOΛΗ Χοληφόρο σύστημα και γειτονικά όργανα? 1) ήπαρ? 2) στομάχι? 3) δωδεκαδάκτυλο? 4) πάγκρεας? 5) κοινός ηπατικός πόρος με το δεξιό (5a) και αριστερό (5β) ηπατικό πόρο? 6) χοληδόχος κύστη? 7) κυστικός πόρος? 8) χοληδόχος πόρος? 9) παγκρεατικός πόρος του Wirsung? 10) λήκυθος του Vater.
* * *η, ΝΜΑ1. φυσιολ. υγρό που εκκρίνεται από το ήπαρ και οδηγείται διά μέσου τών χοληφόρων οδών στο δωδεκαδάκτυλο, έχει πράσινο ή χρυσοκίτρινο χρώμα και συμβάλλει κυρίως στην πέψη2. η κύστη που περιέχει αυτό το υγρό, η χοληδόχος κύστη (α. «μού έσπασες τη χολή» β. «ζῷα οὐκ ἔχοντα χολήν» — ζώα που στερούνται χοληδόχου κύστεως, Αριστοτ.)3. μτφ. πικρία, λύπη ή οργή, θυμός (α. «όσες γλυκάδες και χαρές μάς περιχύν' ο ερχομός, τόσες πικράδες και χολές μάς δίν' ο μαύρος χωρισμός», Βιζυην.β. «οὐδεὶς χολὴν οὐδ' ὀργὴν ἔχων φανήσεται», Δημοσθ.)4. φρ. «μέλαινα χολή» — ένας από τους τέσσερεις βασικούς χυμούς που ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός θεωρούσαν ότι περιέχεται στον σπλήνα και αποτελεί το αίτιο τής μελαγχολίαςνεοελλ.1. φρ. α) «μέ πότισε χολή» — μέ καταπίκρανεβ) «τα λόγια του στάζουν χολή» — είναι δηκτικότατοςγ) «δεν έχει χολή μέσα του» — δεν έχει θυμό και κακία, είναι ήπιος και καλόςδ) «μού φέρε τη χολή στα μάτια» — μέ εξόργισε, έγινε ανυπόφoροςε) «έχυσε τη χολή του» — εκδήλωσε την πικρία ή την κακία τουστ) «έσπασε η χολή του» — κατατρόμαξε2. παροιμ. α) «έχουν τ' αντρόγυνα χολή, έχουν τ' αδέλφια αμάχη» — μεταξύ συγγενών δεν διαρκεί η έχθραβ) «αντί τού μάννα, χολή» — λέγεται για αχάριστους ανθρώπουςαρχ.1. το μαύρο υγρό τής σουπιάς, το μελάνι2. (στην Αγία Γραφή) πιθ. είδος δηλητηριώδους φυτού («ἐπότισεν ἡμᾱς ὕδωρ χολῆς», ΠΔ)3. παροιμ. «χολῇ ἀλείφειν» — λεγόταν για άτομα που κινούν την αντιπάθεια κάποιου για κάτι, επειδή οι μητέρες, όταν ήθελαν να απογαλακτίσουν τα μωρά, άλειβαν τις θηλές τών μαστών με χολή.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χόλος και χολή ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghel- με -σημ. «λάμπω, ακτινοβολώ» και «πράσινος, κίτρινος, γαλάζιος», εντάσσονται δηλαδή στην ευρύτατη αυτή οικογένεια λ., η οποία, με αφετηρία μια σημ. σχετική με τη φρέσκια, πλούσια, ζωηρή βλάστηση, έλαβε και τη σημ. «πράσινος» και στη συνέχεια «ανοιχτός πράσινος, κιτρινωπός» (από όπου και η σημ. «χολή», λόγω τού χρώματός της). Στην ίδια ρίζα ανάγονται και οι τ. χλαμυρίς, χλόη, χλωρός (για τα σχετικά με τη σημασιολογική εξέλιξη τών τ. προβλήματα, βλ. λ. χλόη, χλωρός). Οι τ. χόλος και χολή μπορούν να συνδεθούν με τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών —σχηματισμένους από διαφορετικές μεταπτωτικές βαθμίδες τής ρίζας και με ποικίλα επιθήματα— με σημ. «χολή» και «κιτρινωπός» (πρβλ. αρχ. ισλανδ. gall «χολή, δηλητήριο», αρχ. άνω γερμ. gelo «κιτρινοπράσινος», galla «χολή», γερμ. Galle «χολή», αγγλ. gall «χολή», λατ. fel «χολή», αβεστ. zāra- «χολή»), καθώς και με τ. που χρησιμοποιούνται για τον χρυσό (πρβλ. αρχ. ινδ. hiranya-, αβεστ. zaranya-, αρχ. άνω γερμ. gold, γερμ. Gold, αγγλ. gold). Οι τ. χόλος και χολή πολύ νωρίς διαφοροποιήθηκαν σημασιολογικώς και ο μεν τ. χολή χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο, ενώ ο τ. χόλος εξέφρασε τις σημ. τής οργής, τού θυμού, τής αγανάκτησης (για τη χρησιμοποίηση λ. που αναφέρονται σε εσωτερικές λειτουργίες τού οργανισμού για να εκφραστούν ψυχολογικές διαθέσεις βλ. λ. μελαγχολία). Τέλος, το ζεύγος χόλος, χολή μαζί με το σιγμόληκτο ουδ. τής Λατινικής (h)olus «λάχανο» (για τη σημασιολογική σχέση τών τ. πρβλ. το ομόρριζο χλόη) θα μπορούσε να παραβληθεί με το σχήμα: γόνος, γονή, γένος.ΠΑΡ. (τών χολή/χόλος): χολικός, χολώδης, χολώ(νω)αρχ.χολαῖος, χολήϊος, χόλιον, χολόεις, χολῶ (Ι), χολωτόςνεοελλ.χολιάζω, χολιάρης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χολαγωγός, χολοδόχος, χολοειδήςαρχ.χοληγός, χολοβαφής, χολοποιόςνεοελλ.χολαιμία, χοληστερίνη, χοληφόρος, χολοκύστη, χολόλιθος, χολομανώ, χολοπεπτικός, χολορραγία, χολόρροια, χολοσκά(ζ)ω, χολόσταση, χολοταράζομαι, χολουρία. (Β' συνθετικό) άχολος, οξύχολος, πικρόχολοςαρχ.ακράχολος, ακρητόχολος, απικρόχολος, γλισχρόχολος, διάχολος, δίχολος, εγκρασίχολος, επίχολος, ζάχολος, κατάχολος, κρυψίχολος, μελάγχολος, ξανθόχολος, περίχολος, υδατόχολος, υπέρχολος, υπόχολοςνεοελλ.αψίχολος, κακόχολος].
Dictionary of Greek. 2013.